- ἐπιδέσμους
- ἐπίδεσμοςuppermasc acc plἐπιδεσμεύωbind upimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγκτηρίασμα — το [αγκτηριάζω] η με αγκτήρες (επιδέσμους ή χειρουργικές λαβίδες) σύσφιξη τών χειλέων μιας πληγής … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αμματισμός — ἁμματισμός, ο (Α) [ἁμματίζω] δέσιμο με επιδέσμους … Dictionary of Greek
αμφιάρθρωση — η (Ανατ.) τύπος άρθρωσης με περιορισμένη κινητικότητα. Περιβάλλεται από ισχυρούς επιδέσμους, ενώ συχνά ανάμεσα στις αρθρικές επιφάνειες παρεμβάλλεται ινοχόνδρινος δίσκος. Εδώ ανήκουν οι μεσοσπονδύλιες αρθρώσεις και η ηβική σύμφυση … Dictionary of Greek
αντιπλέκω — (AM ἀντιπλέκω) νεοελλ. ξεπλέκω μσν. κάνω δολοπλοκίες εναντίον κάποιου αρχ. πλέκω σταυρωτά (για ταινίες και επιδέσμους) … Dictionary of Greek
επεγκύκλιος — ἐπεγκύκλιος, ον (Α) κυκλικός (ιδίως για επιδέσμους). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκύκλιος (< κύκλος)] … Dictionary of Greek
επιδεσμοχαρής — ἐπιδεσμοχαρής, ές (Α) (για την ποδάγρα) αυτός που χρειάζεται επιδέσμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί δεσμος + χάρης (< χαίρω)] … Dictionary of Greek
ευκρινής — ές (ΑΜ εὐκρινής, ές) 1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ εὐκρινέες τ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ. γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» δεν… … Dictionary of Greek
ευσταλής — ές (ΑΜ εὐσταλής, ές) με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία μσν. αρχ. ευπρεπής, κόσμιος αρχ. 1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος 2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.) 3. πρόσφορος, κατάλληλος 4. ευμεταχείριστος 5. άνετος,… … Dictionary of Greek
εύκυκλος — εὔκυκλος, ον (ΑΜ) (Α και εὐκυκλής, ές) ο στρογγυλευμένος καλά, στρογγυλός (α. στην Ιλ. πάντα ως επίθ. τής λ. ασπίς «ἀσπίδας εὐκύκλους», Ομ. Ιλ. β. «εὔκυκλος ἕδρα», Πίνδ.) αρχ. αυτός που έχει ωραίους τροχούς, ο εύτροχος (α. στην Οδ. ως επίθ. τής λ … Dictionary of Greek